Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlattodensìmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,lattodenˈsimetro] όργανο μέτρησης πυκνότητας γάλακτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |