Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlattoscòpio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lattosˈkɔpjo] 1 όργανο μέτρησης πυκνότητας γάλακτος 2 γαλακτοσκόπιο 3 γαλακτόμετρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |