Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laureàndo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [lawreˈando]

1 τελειόφοιτος
2 φοιτητής στο πτυχίο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laurea laureare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laudario (ουσ αρσ )
laudativo (επίθ.)
laudese (ουσ αρσ )
lauracee (θηλ. ουσ πληθ.)
laurea (θηλ.ουσ)
laureando (αρσ. επίθ και ουσ)
laureare (ρ. μτβ.)
laurearsi (ρ.μ. (αντων.))
laureato (ουσ αρσ )
laureato (επίθ.)
laurenzio (ουσ αρσ )
laureto (ουσ αρσ )
lauro (ουσ αρσ )
lauroceraso (ουσ αρσ )
lautezza (θηλ.ουσ)
lauto (επίθ.)
lava (θηλ.ουσ)
lavaauto (ουσ αρσ και θηλ.)
lavabiancheria (θηλ.ουσ)
lavabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---