Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làuto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlawto]

1 πλούσιος
2 σπάταλος
3 λουσάτος
4 πολυτελής
5 πλουσιοπάροχος
6 πληθωρικός
7 δαψιλής
8 πολυέξοδος
9 άφθονος
10 δαπανηρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lautezza lava  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laurenzio (ουσ αρσ )
laureto (ουσ αρσ )
lauro (ουσ αρσ )
lauroceraso (ουσ αρσ )
lautezza (θηλ.ουσ)
lauto (επίθ.)
lava (θηλ.ουσ)
lavaauto (ουσ αρσ και θηλ.)
lavabiancheria (θηλ.ουσ)
lavabile (επίθ.)
lavabilità (θηλ.ουσ)
lavabo (ουσ αρσ )
lavabottiglie (ουσ αρσ και θηλ.)
lavacristallo (ουσ αρσ )
lavacro (ουσ αρσ )
lavadita (ουσ αρσ )
lavaggio (ουσ αρσ )
lavagna (θηλ.ουσ)
lavamacchine (ουσ αρσ και θηλ.)
lavamano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---