Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laurocèraso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,lawroˈʧɛrazo]

δαφνοκερασιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lauro lautezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laureato (ουσ αρσ )
laureato (επίθ.)
laurenzio (ουσ αρσ )
laureto (ουσ αρσ )
lauro (ουσ αρσ )
lauroceraso (ουσ αρσ )
lautezza (θηλ.ουσ)
lauto (επίθ.)
lava (θηλ.ουσ)
lavaauto (ουσ αρσ και θηλ.)
lavabiancheria (θηλ.ουσ)
lavabile (επίθ.)
lavabilità (θηλ.ουσ)
lavabo (ουσ αρσ )
lavabottiglie (ουσ αρσ και θηλ.)
lavacristallo (ουσ αρσ )
lavacro (ουσ αρσ )
lavadita (ουσ αρσ )
lavaggio (ουσ αρσ )
lavagna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---