Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laureàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lawreˈato]

ο πτυχιούχος

laureàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lawreˈato]

1 σχετικός με διπλωματούχο
2 ο του κατόχου ακαδημαὶκού τίτλου
3 ο του πτυχιούχου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laurearsi laurenzio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lauracee (θηλ. ουσ πληθ.)
laurea (θηλ.ουσ)
laureando (αρσ. επίθ και ουσ)
laureare (ρ. μτβ.)
laurearsi (ρ.μ. (αντων.))
laureato (ουσ αρσ )
laureato (επίθ.)
laurenzio (ουσ αρσ )
laureto (ουσ αρσ )
lauro (ουσ αρσ )
lauroceraso (ουσ αρσ )
lautezza (θηλ.ουσ)
lauto (επίθ.)
lava (θηλ.ουσ)
lavaauto (ουσ αρσ και θηλ.)
lavabiancheria (θηλ.ουσ)
lavabile (επίθ.)
lavabilità (θηλ.ουσ)
lavabo (ουσ αρσ )
lavabottiglie (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---