Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

kayak (ουσ αρσ ) la (οριστ. άρθ.)
kayakìsta (ουσ αρσ και θηλ.) la (αντων.)
kedivè (ουσ αρσ ) (επίρ.)
Kenia (ουσ αρσ ) làbaro (ουσ αρσ )
keniòta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) làbbo (ουσ αρσ )
kepleriàno (επίθ.) làbbro (ουσ αρσ )
kermesse (θηλ.ουσ) labdacìsmo (ουσ αρσ )
kerosène (ουσ αρσ ) labèllo (ουσ αρσ )
kibbutz (ουσ αρσ ) labiàle (θηλ.ουσ)
kimòno (ουσ αρσ ) labiàle (επίθ.)
kinderheim (ουσ αρσ ) labializzàre (ρ. μτβ.)
kinesiterapìa (θηλ.ουσ) labializzazióne (θηλ.ουσ)
kitsch (ουσ αρσ ) labiàte (θηλ. ουσ πληθ.)
kitsch (επίθ.) labiàto (επίθ.)
kivi (ουσ αρσ ) làbile (επίθ.)
kiwi (ουσ αρσ ) labilità (θηλ.ουσ)
knock out (επίρ.) labiodentàle (θηλ. επίθ και ουσ)
koàla (ουσ αρσ ) labiolettùra (θηλ.ουσ)
kolossal (ουσ αρσ ) labionasàle (θηλ. επίθ και ουσ)
krapfen (ουσ αρσ ) labiopalatàle (θηλ. επίθ και ουσ)
kulak (ουσ αρσ και θηλ.) labiovelàre (θηλ. επίθ και ουσ)
kümmel (ουσ αρσ ) labirìntico (αρσ. επίθ και ουσ)
kyrie (ουσ αρσ ) labirintìte (θηλ.ουσ)
kýrie elèison (ουσ αρσ ) labirìnto (ουσ αρσ )
la (ουσ αρσ ) laboratòrio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: