Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlabile]

1 διαβατάρικος
2 πρόσκαιρος
3 προσωρινός
4 μεταβατικός
5 ευμετάβλητος
6 εφήμερος
7 παροδικός
8 ασταθής
9 αδύναμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  labiato labilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

labiale (επίθ.)
labializzare (ρ. μτβ.)
labializzazione (θηλ.ουσ)
labiate (θηλ. ουσ πληθ.)
labiato (επίθ.)
labile (επίθ.)
labilità (θηλ.ουσ)
labiodentale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiolettura (θηλ.ουσ)
labionasale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiopalatale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiovelare (θηλ. επίθ και ουσ)
labirintico (αρσ. επίθ και ουσ)
labirintite (θηλ.ουσ)
labirinto (ουσ αρσ )
laboratorio (ουσ αρσ )
laboratorista (ουσ αρσ και θηλ.)
laboriosamente (επίρ.)
laboriosità (θηλ.ουσ)
laborioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---