labilità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [labiliˈta]
1 αδυναμία (συγκράτησης στη μνήμη)
2 προσωρινότητα
3 αστάθεια
4 μεταβατικότητα
5 παροδικότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [labiliˈta]
1 αδυναμία (συγκράτησης στη μνήμη)
2 προσωρινότητα
3 αστάθεια
4 μεταβατικότητα
5 παροδικότητα
permalink
labilità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android