Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


labionasàle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,labjonaˈsale]

1 προφερόμενος με χείλη και με τη μύτη
2 χειλεορινικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  labiolettura labiopalatale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

labiato (επίθ.)
labile (επίθ.)
labilità (θηλ.ουσ)
labiodentale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiolettura (θηλ.ουσ)
labionasale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiopalatale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiovelare (θηλ. επίθ και ουσ)
labirintico (αρσ. επίθ και ουσ)
labirintite (θηλ.ουσ)
labirinto (ουσ αρσ )
laboratorio (ουσ αρσ )
laboratorista (ουσ αρσ και θηλ.)
laboriosamente (επίρ.)
laboriosità (θηλ.ουσ)
laborioso (επίθ.)
labradorite (θηλ.ουσ)
labro (ουσ αρσ )
laburista (ουσ αρσ και θηλ.)
laburista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---