Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


kayak  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈjak]

το καγιάκ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  kartodromo kayakista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

karakul (ουσ αρσ )
karate, karatè (ουσ αρσ )
kart (ουσ αρσ )
kartismo (ουσ αρσ )
kartodromo (ουσ αρσ )
kayak (ουσ αρσ )
kayakista (ουσ αρσ και θηλ.)
kedivè (ουσ αρσ )
Kenia (ουσ αρσ )
keniota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
kepleriano (επίθ.)
kermesse (θηλ.ουσ)
kerosene (ουσ αρσ )
kibbutz (ουσ αρσ )
kimono (ουσ αρσ )
kinderheim (ουσ αρσ )
kinesiterapia (θηλ.ουσ)
kitsch (ουσ αρσ )
kitsch (επίθ.)
kivi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---