Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlabèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [laˈbɛllo] 1 μεσαίο μέλος στεφάνης ορχεοειδούς 2 πέταλο 3 τμήμα χείλους εντόμου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |