Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


krapfen  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrafen], [ˈkrapfen]

λουκουμάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  kolossal kulak  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

kivi (ουσ αρσ )
kiwi (ουσ αρσ )
knock out (επίρ.)
koala (ουσ αρσ )
kolossal (ουσ αρσ )
krapfen (ουσ αρσ )
kulak (ουσ αρσ και θηλ.)
kümmel (ουσ αρσ )
kyrie (ουσ αρσ )
kyrie eleison (ουσ αρσ )
la (ουσ αρσ )
la (οριστ. άρθ.)
la (αντων.)
(επίρ.)
labaro (ουσ αρσ )
labbo (ουσ αρσ )
labbro (ουσ αρσ )
labdacismo (ουσ αρσ )
labello (ουσ αρσ )
labiale (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---