Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

islandése (ουσ αρσ και θηλ.) isoìpsa (θηλ.ουσ)
islandése (επίθ.) ìsola (θηλ.ουσ)
Ismaèle (κύρ.όν. αρσ.) isolàbile (επίθ.)
ismaeliàno (αρσ. επίθ και ουσ) isolaménto (ουσ αρσ )
ismaelìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) isolàno (ουσ αρσ )
isoalìna (θηλ.ουσ) isolàno (επίθ.)
isòbara (θηλ.ουσ) isolànte (επίθ.)
isobàrico (επίθ.) isolàre (ρ. μτβ.)
isòbaro (επίθ.) isolarsi (ρ.μ. (αντων.))
isòbata (θηλ.ουσ) isolàto (ουσ αρσ )
isoclìna (θηλ.ουσ) isolàto (επίθ.)
isoclinàle (επίθ.) isolatóre (ουσ αρσ )
isocromàtico (επίθ.) isolazionìsmo (ουσ αρσ )
isocronìsmo (ουσ αρσ ) isolazionìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
isòcrono (επίθ.) isolazionìsta (επίθ.)
isodinàmica (θηλ.ουσ) isolazionìstico (επίθ.)
isodinàmico (επίθ.) isolétta (θηλ.ουσ)
isoelèttrico (επίθ.) isolòtto (ουσ αρσ )
isogamète (ουσ αρσ ) isomerìa (θηλ.ουσ)
isogamìa (θηλ.ουσ) isomèrico (επίθ.)
isògamo (επίθ.) isomerizzazióne (θηλ.ουσ)
isògona (θηλ.ουσ) isòmero (ουσ αρσ )
isogònico (επίθ.) isòmero (επίθ.)
isògono (επίθ.) isomètrica (θηλ.ουσ)
isoièta (θηλ.ουσ) isomètrico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: