Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antiquàto (επίθ.) antisdrucciolévole (επίθ.)
antiràbbico (επίθ.) antisemìta (ουσ αρσ και θηλ.)
antiradicale (επίθ.) antisemìta (επίθ.)
antirazionàle (επίθ.) antisemìtico (επίθ.)
antirazzìsmo (ουσ αρσ ) antisemitìsmo (ουσ αρσ )
antirazzìsta (ουσ αρσ και θηλ.) antisèpsi (θηλ.ουσ)
antirazzìsta (επίθ.) antisèttico (ουσ αρσ )
antireligióso (επίθ.) antisèttico (επίθ.)
antireumàtico (ουσ αρσ ) antisìsmico (επίθ.)
antireumàtico (επίθ.) antislittaménto (επίθ.)
antiriflettènte (επίθ.) antismòg (επίθ.)
antirollànte (επίθ.) antisociàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antirollìo (επίθ.) antisolàre (επίθ.)
antirómbo (ουσ αρσ ) antisommergìbile (επίθ.)
antirómbo (επίθ.) antispasmòdico (επίθ.)
antirrìno (ουσ αρσ ) antispàstico (ουσ αρσ )
antirùggine (ουσ αρσ ) antispàstico (επίθ.)
antirùggine (επίθ.) antisportìvo (επίθ.)
antirùghe (αρσ. επίθ και ουσ) antistamìnico (ουσ αρσ )
antisàla (θηλ.ουσ) antistamìnico (επίθ.)
antischiavìsmo (ουσ αρσ ) antistànte (επίθ.)
antischiavìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) antistèrico (επίθ.)
antisciòpero (επίθ.) antistoricìsmo (ουσ αρσ )
antiscorbùtico (ουσ αρσ ) antistòrico (επίθ.)
antiscorbùtico (επίθ.) antìstrofe (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: