Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantirómbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antiˈrombo] 1 σιγαστήρας θορύβων 2 σιλανσιέ 3 συσκευή κατάπνιξης θορύβων 4 μπογιά κατά των ανακλάσεων θορύβων antirómbo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antiˈrombo] ο κατά των θορύβων (για συσκευή) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |