Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antirrìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antirˈrino]

φυτό γένους antirrhinum


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antirombo antiruggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antiriflettente (επίθ.)
antirollante (επίθ.)
antirollio (επίθ.)
antirombo (ουσ αρσ )
antirombo (επίθ.)
antirrino (ουσ αρσ )
antiruggine (ουσ αρσ )
antiruggine (επίθ.)
antirughe (αρσ. επίθ και ουσ)
antisala (θηλ.ουσ)
antischiavismo (ουσ αρσ )
antischiavista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antisciopero (επίθ.)
antiscorbutico (ουσ αρσ )
antiscorbutico (επίθ.)
antisdrucciolevole (επίθ.)
antisemita (ουσ αρσ και θηλ.)
antisemita (επίθ.)
antisemitico (επίθ.)
antisemitismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---