Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antisemitìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antisemiˈtizmo]

αντισημιτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antisemitico antisepsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antiscorbutico (επίθ.)
antisdrucciolevole (επίθ.)
antisemita (ουσ αρσ και θηλ.)
antisemita (επίθ.)
antisemitico (επίθ.)
antisemitismo (ουσ αρσ )
antisepsi (θηλ.ουσ)
antisettico (ουσ αρσ )
antisettico (επίθ.)
antisismico (επίθ.)
antislittamento (επίθ.)
antismog (επίθ.)
antisociale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antisolare (επίθ.)
antisommergibile (επίθ.)
antispasmodico (επίθ.)
antispastico (ουσ αρσ )
antispastico (επίθ.)
antisportivo (επίθ.)
antistaminico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---