Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antispàstico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antisˈpastiko]

αντισπασμωδικό

antispàstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antisˈpastiko]

αντισπασμωδικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antispasmodico antisportivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antismog (επίθ.)
antisociale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antisolare (επίθ.)
antisommergibile (επίθ.)
antispasmodico (επίθ.)
antispastico (ουσ αρσ )
antispastico (επίθ.)
antisportivo (επίθ.)
antistaminico (ουσ αρσ )
antistaminico (επίθ.)
antistante (επίθ.)
antisterico (επίθ.)
antistoricismo (ουσ αρσ )
antistorico (επίθ.)
antistrofe (θηλ.ουσ)
antitarmico (ουσ αρσ )
antitarmico (επίθ.)
antiterrorismo (αρσ. επίθ και ουσ)
antitesi (θηλ.ουσ)
antitetanico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---