Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantitàrmico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antiˈtarmiko] ουσία προφύλαξης από σκόρους antitàrmico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antiˈtarmiko] ο κατά των σκόρων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |