Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antiùrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antiˈurto]

1 ασφαλής για ηλεκτροπληξία
2 ακλόνητος
3 που αντέχει σε κρούσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antiuomo antivedere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antitossina (θηλ.ουσ)
antitrust (επίθ.)
antitubercolare (επίθ.)
antitumorale (επίθ.)
antiuomo (επίθ.)
antiurto (επίθ.)
antivedere (ρ. μτβ.)
antiveggente (επίθ.)
antiveggenza (θηλ.ουσ)
antiveleno (επίθ.)
antivenereo (επίθ.)
antivenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
antivibratorio (επίθ.)
antivigilia (θηλ.ουσ)
antivirale (επίθ.)
antivirus (ουσ αρσ )
antocianina (θηλ.ουσ)
antologia (θηλ.ουσ)
antologico (επίθ.)
antonimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---