Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antiscorbùtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antiskorˈbutiko]

αντισκορβουτικό

antiscorbùtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antiskorˈbutiko]

αντισκορβουτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antisciopero antisdrucciolevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antirughe (αρσ. επίθ και ουσ)
antisala (θηλ.ουσ)
antischiavismo (ουσ αρσ )
antischiavista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antisciopero (επίθ.)
antiscorbutico (ουσ αρσ )
antiscorbutico (επίθ.)
antisdrucciolevole (επίθ.)
antisemita (ουσ αρσ και θηλ.)
antisemita (επίθ.)
antisemitico (επίθ.)
antisemitismo (ουσ αρσ )
antisepsi (θηλ.ουσ)
antisettico (ουσ αρσ )
antisettico (επίθ.)
antisismico (επίθ.)
antislittamento (επίθ.)
antismog (επίθ.)
antisociale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antisolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---