antirùggine
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [antiˈrudʤine]
διάλυμα αντιδιαβρωτικής προστασίας
antirùggine
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [antiˈrudʤine]
1 με αντιδιαβρωτική προστασία
2 με αντισκωριακή προστασία
3 ασκούριαστος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [antiˈrudʤine]
διάλυμα αντιδιαβρωτικής προστασίας
antirùggine
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [antiˈrudʤine]
1 με αντιδιαβρωτική προστασία
2 με αντισκωριακή προστασία
3 ασκούριαστος
permalink
antiruggine (ουσ αρσ )
antiruggine (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android