Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antiquàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antiˈkwato]

άνθρωπος με παλιές αντιλήψεις

antiquàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antiˈkwato]

ξεπερασμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antiquario antirabbico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antiprotezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antiprotone (ουσ αρσ )
antiquaria (θηλ.ουσ)
antiquariato (ουσ αρσ )
antiquario (αρσ. επίθ και ουσ)
antiquato (ουσ αρσ )
antiquato (επίθ.)
antirabbico (επίθ.)
antiradicale (επίθ.)
antirazionale (επίθ.)
antirazzismo (ουσ αρσ )
antirazzista (ουσ αρσ και θηλ.)
antirazzista (επίθ.)
antireligioso (επίθ.)
antireumatico (ουσ αρσ )
antireumatico (επίθ.)
antiriflettente (επίθ.)
antirollante (επίθ.)
antirollio (επίθ.)
antirombo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---