Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantiquariàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antikwaˈrjato] 1 (genere) οι αντίκες 2 (negozio) το παλαιοπωλείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |