Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantipòrta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [antiˈpɔrta] 1 προπύλαια 2 πρόθυρα 3 εξωτερική πόρτα ή πύλη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |