ItalianoGreco


tribolàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [triboˈlato]

1 πολυβασανισμένος
2 πολύπαθος
3 παραδαρμένος
4 βασανισμένος
5 τυραννισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---