Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tribolàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [triboˈlato]

1 πολυβασανισμένος
2 πολύπαθος
3 παραδαρμένος
4 βασανισμένος
5 τυραννισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tribolare tribolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

triboelettricità (θηλ.ουσ)
triboelettrico (επίθ.)
tribolamento (ουσ αρσ )
tribolare (ρ.αμτβ.)
tribolare (ρ. μτβ.)
tribolato (αρσ. επίθ και ουσ)
tribolazione (θηλ.ουσ)
tribolo (ουσ αρσ )
tribologia (θηλ.ουσ)
triboluminescenza (θηλ.ουσ)
tribordo (ουσ αρσ )
tribù (θηλ.ουσ)
tribuna (θηλ.ουσ)
tribunale (ουσ αρσ )
tribunalesco (επίθ.)
tribunesco (επίθ.)
tribuno (ουσ αρσ )
tributare (ρ. μτβ.)
tributaria (θηλ.ουσ)
tributario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---