Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tribolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [triboˈlare]

1 τυραννιέμαι
2 βασανίζομαι
3 υποφέρω

tribolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [triboˈlare]

1 πιλατεύω
2 τυραννώ
3 ενοχλώ
4 βασανίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tribolamento tribolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tribale (επίθ.)
tribasico (επίθ.)
triboelettricità (θηλ.ουσ)
triboelettrico (επίθ.)
tribolamento (ουσ αρσ )
tribolare (ρ.αμτβ.)
tribolare (ρ. μτβ.)
tribolato (αρσ. επίθ και ουσ)
tribolazione (θηλ.ουσ)
tribolo (ουσ αρσ )
tribologia (θηλ.ουσ)
triboluminescenza (θηλ.ουσ)
tribordo (ουσ αρσ )
tribù (θηλ.ουσ)
tribuna (θηλ.ουσ)
tribunale (ουσ αρσ )
tribunalesco (επίθ.)
tribunesco (επίθ.)
tribuno (ουσ αρσ )
tributare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---