Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


triboelettricità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,triboelettriʧiˈta]

1 στατικός ηλεκτρισμός
2 ηλεκτρισμός παραγόμενος με τριβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tribasico triboelettrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

triassico (ουσ αρσ )
triassico (επίθ.)
triatomico (επίθ.)
tribale (επίθ.)
tribasico (επίθ.)
triboelettricità (θηλ.ουσ)
triboelettrico (επίθ.)
tribolamento (ουσ αρσ )
tribolare (ρ.αμτβ.)
tribolare (ρ. μτβ.)
tribolato (αρσ. επίθ και ουσ)
tribolazione (θηλ.ουσ)
tribolo (ουσ αρσ )
tribologia (θηλ.ουσ)
triboluminescenza (θηλ.ουσ)
tribordo (ουσ αρσ )
tribù (θηλ.ουσ)
tribuna (θηλ.ουσ)
tribunale (ουσ αρσ )
tribunalesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---