Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtriboelettricità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,triboelettriʧiˈta] 1 στατικός ηλεκτρισμός 2 ηλεκτρισμός παραγόμενος με τριβή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |