Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrìbolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtribolo] 1 κολλιτσίδα Tribulus terrestris 2 οδύνη 3 τριβόλι Tribulus terrestris 4 θλίψη 5 πίκρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |