Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tributàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tribuˈtare]

1 παρέχω
2 εγκωμιάζω
3 αποδίδω
4 καταξιώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tribuno tributaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tribuna (θηλ.ουσ)
tribunale (ουσ αρσ )
tribunalesco (επίθ.)
tribunesco (επίθ.)
tribuno (ουσ αρσ )
tributare (ρ. μτβ.)
tributaria (θηλ.ουσ)
tributario (επίθ.)
tributarista (ουσ αρσ και θηλ.)
tributo (ουσ αρσ )
triceratope (ουσ αρσ )
triceratopo (ουσ αρσ )
tricheco (ουσ αρσ )
trichiasi (θηλ.ουσ)
trichina (θηλ.ουσ)
trichinosi (θηλ.ουσ)
triciclo (ουσ αρσ )
tricipite (επίθ.)
triclinio (ουσ αρσ )
triclino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---