Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrichèco, trichéco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [triˈkɛko], [triˈkeko] 1 οδόβαινος ο ροσμάρος Odobenus rosmarus 2 θαλάσσιος ίππος (θηλαστικό πόλων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |