Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trichèco, trichéco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [triˈkɛko], [triˈkeko]

1 οδόβαινος ο ροσμάρος Odobenus rosmarus
2 θαλάσσιος ίππος (θηλαστικό πόλων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  triceratopo trichiasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tributario (επίθ.)
tributarista (ουσ αρσ και θηλ.)
tributo (ουσ αρσ )
triceratope (ουσ αρσ )
triceratopo (ουσ αρσ )
tricheco (ουσ αρσ )
trichiasi (θηλ.ουσ)
trichina (θηλ.ουσ)
trichinosi (θηλ.ουσ)
triciclo (ουσ αρσ )
tricipite (επίθ.)
triclinio (ουσ αρσ )
triclino (επίθ.)
triclorofenolo (ουσ αρσ )
tricocefalo (ουσ αρσ )
tricofobia (θηλ.ουσ)
tricologia (θηλ.ουσ)
tricologo (ουσ αρσ )
tricolore (ουσ αρσ )
tricolore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---