Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtriclìno
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [triˈklino] 1 τρικλινικός 2 με τρεις άνισους πλάγιους άξονες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |