Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tricot  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [triˈko]

1 ύφασμα τρικό (για εσώρουχα)
2 τρικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tricosi tricotomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tricorde (επίθ.)
tricordo (επίθ.)
tricorne (επίθ.)
tricorno (ουσ αρσ )
tricosi (θηλ.ουσ)
tricot (ουσ αρσ )
tricotomia (θηλ.ουσ)
tricottero (ουσ αρσ )
tricromia (θηλ.ουσ)
tric trac, tric–trac (ουσ αρσ )
tricuspidale (επίθ.)
tricuspide (επίθ.)
tridacna (θηλ.ουσ)
tridattilo (αρσ. επίθ και ουσ)
tridente (ουσ αρσ )
tridimensionale (επίθ.)
tridimensionalità (θηλ.ουσ)
triduo (αρσ. επίθ και ουσ)
triedro (ουσ αρσ )
trielina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---