Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtricot
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [triˈko] 1 ύφασμα τρικό (για εσώρουχα) 2 τρικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |