Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trìduo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtriduo]

τρεις ημέρες προσευχής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tridimensionalità triedro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tridacna (θηλ.ουσ)
tridattilo (αρσ. επίθ και ουσ)
tridente (ουσ αρσ )
tridimensionale (επίθ.)
tridimensionalità (θηλ.ουσ)
triduo (αρσ. επίθ και ουσ)
triedro (ουσ αρσ )
trielina (θηλ.ουσ)
triennale (θηλ.ουσ)
triennale (επίθ.)
trienne (επίθ.)
triennio (ουσ αρσ )
trierarca (ουσ αρσ )
trierarchia (θηλ.ουσ)
triestino (ουσ αρσ )
triestino (επίθ.)
trifase (επίθ.)
trifenilmetano (ουσ αρσ )
trifido (επίθ.)
trifogliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---