ItalianoGreco


triestìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [triesˈtino]

κάτοικος Τριέστης (Τεργέστης)

triestìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [triesˈtino]

ο της Τριέστης (Τεργέστης)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---