Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trieràrca  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trieˈrarka]

1 κυβερνήτης σε τριήρη
2 τριήραρχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  triennio trierarchia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trielina (θηλ.ουσ)
triennale (θηλ.ουσ)
triennale (επίθ.)
trienne (επίθ.)
triennio (ουσ αρσ )
trierarca (ουσ αρσ )
trierarchia (θηλ.ουσ)
triestino (ουσ αρσ )
triestino (επίθ.)
trifase (επίθ.)
trifenilmetano (ουσ αρσ )
trifido (επίθ.)
trifogliato (επίθ.)
trifoglina (θηλ.ουσ)
trifoglio (ουσ αρσ )
trifola (θηλ.ουσ)
trifolato (επίθ.)
trifora (θηλ.ουσ)
triforcare (ρ. μτβ.)
triforcarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---