Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrieràrca
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trieˈrarka] 1 κυβερνήτης σε τριήρη 2 τριήραρχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |