Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tricòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [triˈkɔlogo]

τριχολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tricologia tricolore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

triclino (επίθ.)
triclorofenolo (ουσ αρσ )
tricocefalo (ουσ αρσ )
tricofobia (θηλ.ουσ)
tricologia (θηλ.ουσ)
tricologo (ουσ αρσ )
tricolore (ουσ αρσ )
tricolore (επίθ.)
tricoma (ουσ αρσ )
tricorde (επίθ.)
tricordo (επίθ.)
tricorne (επίθ.)
tricorno (ουσ αρσ )
tricosi (θηλ.ουσ)
tricot (ουσ αρσ )
tricotomia (θηλ.ουσ)
tricottero (ουσ αρσ )
tricromia (θηλ.ουσ)
tric trac, tric–trac (ουσ αρσ )
tricuspidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---