Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtribùno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [triˈbuno] 1 δημαγωγός 2 ανεπίσημος υπερασπιστής δικαίων 3 δήμαρχος αρχαίας Ρώμης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |