Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


triboluminescènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,tribolumineʃˈʃɛntsa]

φθορισμός λόγω τριβής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tribologia tribordo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tribolare (ρ. μτβ.)
tribolato (αρσ. επίθ και ουσ)
tribolazione (θηλ.ουσ)
tribolo (ουσ αρσ )
tribologia (θηλ.ουσ)
triboluminescenza (θηλ.ουσ)
tribordo (ουσ αρσ )
tribù (θηλ.ουσ)
tribuna (θηλ.ουσ)
tribunale (ουσ αρσ )
tribunalesco (επίθ.)
tribunesco (επίθ.)
tribuno (ουσ αρσ )
tributare (ρ. μτβ.)
tributaria (θηλ.ουσ)
tributario (επίθ.)
tributarista (ουσ αρσ και θηλ.)
tributo (ουσ αρσ )
triceratope (ουσ αρσ )
triceratopo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---