Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtimonière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [timoˈnjɛre] 1 οιακιστής 2 τιμονιέρης 3 πηδαλιούχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |