Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtimocrazìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [timokraˈtsia] 1 απονομή αξιωμάτων ανάλογα με περιουσία 2 τιμοκρατία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |