Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tìmido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtimido]

ντροπαλός άνθρωπος

tìmido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtimido]

δειλός (-ή, -ό), ντροπαλός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  timidezza timo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

timbro (ουσ αρσ )
timer (ουσ αρσ )
timico (επίθ.)
timidamente (επίρ.)
timidezza (θηλ.ουσ)
timido (ουσ αρσ )
timido (επίθ.)
timo (ουσ αρσ )
timocratico (επίθ.)
timocrazia (θηλ.ουσ)
timolo (ουσ αρσ )
timoma (ουσ αρσ )
timone (ουσ αρσ )
timoniera (θηλ.ουσ)
timoniere (ουσ αρσ )
timoniero (επίθ.)
timorato (επίθ.)
timore (ουσ αρσ )
timorosamente (επίρ.)
timoroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---