Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtimonièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [timoˈnjɛra] 1 θάλαμος πηδαλιούχησης (πλοίου) 2 τιμονιέρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |