Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tinèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈnɛllo]

1 αίθουσα σερβιρίσματος πρωινού
2 τραπεζαρία μικρή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tinca tingere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

timpanismo (ουσ αρσ )
timpanista (ουσ αρσ και θηλ.)
timpanite (θηλ.ουσ)
timpano (ουσ αρσ )
tinca (θηλ.ουσ)
tinello (ουσ αρσ )
tingere (ρ. μτβ.)
tingersi (ρ.μ. (αντων.))
tingitura (θηλ.ουσ)
tinnire (ρ.αμτβ.)
tinnito (ουσ αρσ )
tinnulo (επίθ.)
tino (ουσ αρσ )
tinozza (θηλ.ουσ)
tinta (θηλ.ουσ)
tintarella (θηλ.ουσ)
tinteggiare (ρ. μτβ.)
tinteggiatura (θηλ.ουσ)
tintinnabolo (ουσ αρσ )
tintinnare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---