Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtinèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tiˈnɛllo] 1 αίθουσα σερβιρίσματος πρωινού 2 τραπεζαρία μικρή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |