ItalianoGreco


tìngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtinʤere]

1 λερώνω
2 στιγματίζω
3 χρωματίζω ελαφρά
4 μουντζουρώνω
5 δίνω ελαφρό χρωματισμό
6 χρωματίζω
7 βάφω
8 μπογιαντίζω
9 σπιλώνω
10 κηλιδώνω

tingersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈtinʤersi]

1 μακιγιάρομαι
2 παίρνω χρώμα
3 βάφομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---