Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tìngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtinʤere]

1 λερώνω
2 στιγματίζω
3 χρωματίζω ελαφρά
4 μουντζουρώνω
5 δίνω ελαφρό χρωματισμό
6 χρωματίζω
7 βάφω
8 μπογιαντίζω
9 σπιλώνω
10 κηλιδώνω

tingersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈtinʤersi]

1 μακιγιάρομαι
2 παίρνω χρώμα
3 βάφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tinello tingitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

timpanista (ουσ αρσ και θηλ.)
timpanite (θηλ.ουσ)
timpano (ουσ αρσ )
tinca (θηλ.ουσ)
tinello (ουσ αρσ )
tingere (ρ. μτβ.)
tingersi (ρ.μ. (αντων.))
tingitura (θηλ.ουσ)
tinnire (ρ.αμτβ.)
tinnito (ουσ αρσ )
tinnulo (επίθ.)
tino (ουσ αρσ )
tinozza (θηλ.ουσ)
tinta (θηλ.ουσ)
tintarella (θηλ.ουσ)
tinteggiare (ρ. μτβ.)
tinteggiatura (θηλ.ουσ)
tintinnabolo (ουσ αρσ )
tintinnare (ρ.αμτβ.)
tintinnio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---