Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tintinnìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tintinˈnio]

κουδούνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tintinnare tintinno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tintarella (θηλ.ουσ)
tinteggiare (ρ. μτβ.)
tinteggiatura (θηλ.ουσ)
tintinnabolo (ουσ αρσ )
tintinnare (ρ.αμτβ.)
tintinnio (ουσ αρσ )
tintinno (ουσ αρσ )
tinto (επίθ.)
tintore (ουσ αρσ )
tintoria (θηλ.ουσ)
tintorio (επίθ.)
tintura (θηλ.ουσ)
tiofene (ουσ αρσ )
tiorba (θηλ.ουσ)
tiorbista (ουσ αρσ και θηλ.)
tiosolfato (ουσ αρσ )
tipaccio (ουσ αρσ )
tipicamente (επίρ.)
tipicità (θηλ.ουσ)
tipico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---