Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtintùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tinˈtura] 1 βαφική ύλη 2 χρώμα 3 βαφή 4 βάψιμο 5 μπογιάτισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |