Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tipizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tipidˈdzare]

1 διαμορφώνω βάσει προτύπων
2 παράγω τυποποιημένα προὶόντα
3 τυποποιώ
4 φτιάχνω σύμφωνα με πρότυπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tipico tipizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiosolfato (ουσ αρσ )
tipaccio (ουσ αρσ )
tipicamente (επίρ.)
tipicità (θηλ.ουσ)
tipico (επίθ.)
tipizzare (ρ. μτβ.)
tipizzazione (θηλ.ουσ)
tipo (ουσ αρσ )
tipografia (θηλ.ουσ)
tipograficamente (επίρ.)
tipografico (επίθ.)
tipografo (ουσ αρσ )
tipologia (θηλ.ουσ)
tipologico (επίθ.)
tipometria (θηλ.ουσ)
tipometro (ουσ αρσ )
tiptologia (θηλ.ουσ)
tipula (θηλ.ουσ)
tirabaci (ουσ αρσ )
tirabozze (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---