Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tiptologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tiptoloˈʤia]

κώδικας με ελαφρά χτυπήματα (στις φυλακές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tipometro tipula  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tipografo (ουσ αρσ )
tipologia (θηλ.ουσ)
tipologico (επίθ.)
tipometria (θηλ.ουσ)
tipometro (ουσ αρσ )
tiptologia (θηλ.ουσ)
tipula (θηλ.ουσ)
tirabaci (ουσ αρσ )
tirabozze (ουσ αρσ και θηλ.)
tirabrace (ουσ αρσ )
tirabusciò (ουσ αρσ )
tiraggio (ουσ αρσ )
tiralatte (ουσ αρσ )
tiralinee (ουσ αρσ )
tiramisù (ουσ αρσ )
tiranneggiamento (ουσ αρσ )
tiranneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tirannesco (επίθ.)
tirannia (θηλ.ουσ)
tirannicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---